ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek
polyodont — adjective or noun see polyodon * * * polyodont, a. and n. Zool. (ˈpɒlɪədɒnt) [ad. mod.L. Polyodon, ont (Lacépède 1798), generic name, ad. Gr. πολυόδους, οδοντ having many teeth, f. πολυ , poly + ὀδοντ stem of ὄδους … Useful english dictionary
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… … Dictionary of Greek
ζωδιωτός — ζῳδιωτός, ή, όν (Α) ζωωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αρθρ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… … Dictionary of Greek